- πιστέ
- верный
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
πιστέ — πιστός 1 liquid masc voc sg πιστός 2 to be trusted masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)